ὁππότεροι

ὁππότεροι
ὁπότερος
which of two
masc nom/voc pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πημαίνω — Α [πήμα] 1. βυθίζω κάποιον στη δυστυχία, εξολοθρεύω, αφανίζω, βλάπτω, καταστρέφω («Ποσειδάων... πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ.) 2. προξενώ λύπη, θλίβω, πικραίνω κάποιον («οὔτε ἐπήμαινεν οὔτε ἐσίνετο γῆν τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 3. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”